δολοφονώ

δολοφονώ
[долофоно] р. убивать

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δολοφονώ" в других словарях:

  • δολοφονώ — δολοφονώ, δολοφόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δολοφονώ — (AM δολοφονῶ, έω) [δολοφόνος] φονεύω με δόλο εκ προμελέτης νεοελλ. βλάπτω κάποιον καίρια με δόλο αρχ. φονεύω …   Dictionary of Greek

  • δολοφονώ — δολοφόνησα, δολοφονήθηκα, δολοφονημένος, σκοτώνω κάποιον προσχεδιασμένα, με δόλο, με ενέδρα: Προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον πάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωποκτονώ — ἀνθρωποκτονῶ ( έω) (Α) 1. σκοτώνω ή δολοφονώ ανθρώπους 2. κάνω ανθρωποθυσία …   Dictionary of Greek

  • αποβγάνω — κ. βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. βγάλλω) 1. διώχνω, απομακρύνω 2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω 3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ 4. βγάζω τελείως 5. βγάζω κάποιον απ τη μέση, δολοφονώ 6. τιμωρώ μσν. 1. (για κόρη) παντρεύω 2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω 3. τιμωρώ …   Dictionary of Greek

  • ξεπαστρεύω — 1. καταστρέφω, εξοντώνω 2. δολοφονώ, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παστρεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»